-
1 Eat
v. trans.P. and V. ἐσθίειν, κατεσθίειν (Eur., Cycl. 341), P. καταβιβρώσκειν, V. δάπτειν, βιβρώσκειν, Ar. and V. βρύκειν, Ar. δαρδάπτειν; see also Feed.Munch: Ar. and P. τρώγειν, Ar. κατατρώγειν.Something to eat: P. ἐδώδιμόν τι (Thuc. 7, 78).Eat away ( as a disease does): V. ἐξεσθίειν.Teams of horses eating their heads off: P. ζεύγη ἵππων ἀδηφαγούντων (Isoc. 127C).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Eat
См. также в других словарях:
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek